ξεπετάγομαι

ξεπετάγομαι
και ξεπετάζομαι και ξεπετιέμαι
βλ. ξεπετώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξεπετάγομαι — ξεπετάγομαι, ξεπετάχτηκα, ξεπεταγμένος βλ. πίν. 22 και πρβλ. ξεπετιέμαι Σημειώσεις: ξεπετιέμαι – ξεπετάγομαι : η έννοια διαφοροποιείται στην παθητική φωνή. Το ρ. σημαίνει → ξεπηδάω / περνάω στην παιδική ή στη νεανική ηλικία …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεπετιέμαι — ξεπετιέμαι, ξεπετάχτηκα, ξεπεταγμένος βλ. πίν. 65 και πρβλ. ξεπετάγομαι Σημειώσεις: ξεπετιέμαι – ξεπετάγομαι : η έννοια διαφοροποιείται στην παθητική φωνή. Το ρ. σημαίνει → ξεπηδάω / περνάω στην παιδική ή στη νεανική ηλικία …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναβλύζω — (Α ἀναβλύζω) (για υγρά) αναπηδώ ορμητικά, ξεπετάγομαι, ξεχύνομαι αρχ. εκτοξεύω, εξακοντίζω υγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνὰ * + βλύζω. ΠΑΡ. ανάβλυση ( ις) νεοελλ. ανάβλυσμα] …   Dictionary of Greek

  • ανακοντίζω — ἀνακοντίζω (Α) 1. τινάζομαι προς τα επάνω, ξεπετάγομαι, αναβλύζω 2. (μεταγενέστερα με ενεργητική σημασία) εξακοντίζω, εκτινάσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + ἀκοντίζω] …   Dictionary of Greek

  • αντιθρώσκω — ἀντιθρώσκω (Α) ξεπετάγομαι, πηδώ για να συναντήσω κάτι …   Dictionary of Greek

  • ξεπετώ — άω 1. (για πτηνό) αρχίζω να πετώ 2. αναγκάζω πτηνό να πετάξει 3. (για γονέα, ιδίως για μητέρα) φέρνω το βρέφος σε παιδική ή νεανική ηλικία, μεγαλώνω 4. τελειώνω μια εργασία γρήγορα, διεκπεραιώνω σε σύντομο διάστημα («ξεπέταξα τις δουλειές τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”